ἴχνος — track neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… … Dictionary of Greek
ίχνος — το ους 1. σημείο, αποτύπωμα: Ταίχνη ήταν πρόσφατα. – Ίχνη λαγού. 2. απομεινάρι, υπόλειμμα: Ίχνη αίματος. – Ίχνη αρχαίου ναού. 3. ελάχιστη ποσότητα: Βρέθηκαν ίχνηλευκώματος στα ούρα. – Δεν έμεινε ίχνος. 4. μτφ., μικρό μέρος: Δεν έχει ίχνος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἴχνει — ἴχνος track neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἴχνεϊ , ἴχνος track neut dat sg (epic ionic) ἴχνος track neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴχνη — ἴχνος track neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἴχνος track neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχνέων — ἴχνος track neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχνῶν — ἴχνος track neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴχνεος — ἴχνος track neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴχνεσι — ἴχνος track neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴχνεσιν — ἴχνος track neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴχνεσσι — ἴχνος track neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)